Μοσάντ – Επιχείρηση “Οργή του Θεού”
γράφει ο Τάσος Μπίρτσιος (Πολιτικός Επιστήμων, ΔΠΘ)
Στις 5 Σεπτεμβρίου 1972, η παγκόσμια κοινότητα συγκλονίστηκε από μια αιματηρή τρομοκρατική επίθεση κατά την διάρκεια των Ολυμπιακών αγώνων του Μονάχου. Ομάδα τρομοκρατών από την παλαιστινιακή οργάνωση «Μαύρος Σεπτέμβρης» εισέβαλε στο Ολυμπιακό Χωριό, αιχμαλωτίζοντας εννιά αθλητές της ισραηλινής αποστολής και σκοτώνοντας άλλους δύο. Το αίτημά τους ήταν η απελευθέρωση 234 Παλαιστινίων κρατουμένων από τις ισραηλινές φυλακές, καθώς και η απελευθέρωση δύο Γερμανών τρομοκρατών της ομάδας Μπάαντερ-Μάινχοφ.
Η αντίδραση της γερμανικής κυβέρνησης υπήρξε χαοτική. Παρά τις διαπραγματεύσεις, που κράτησαν ώρες, η έλλειψη κατάλληλης προετοιμασίας και ο συντονισμός της γερμανικής αστυνομίας απέτυχε να εξασφαλίσει την ασφαλή απελευθέρωση των ομήρων. Αρχικά, έγινε προσπάθεια από τους γερμανούς αστυνομικούς να προσεγγίσουν το μέρος όπου βρισκόταν αρχικά οι τρομοκράτες στο Ολυμπιακό Χωριό. Παρολ’ αυτά κάτι τέτοιο δεν επιτεύχθηκε εξαιτίας κάποιων ρεπόρτερ που μετέδιδαν εικόνα δίνοντας έτσι την θέση των αστυνομικών στους τρομοκράτες σε πραγματικό χρόνο και ακυρώνοντας την επιχείρηση.
Το αποκορύφωμα της τραγωδίας ήρθε όταν οι γερμανικές Αρχές προσπάθησαν να πραγματοποιήσουν μία ακόμα ανεπιτυχή επιχείρηση διάσωσης στο αεροδρόμιο Φέρστενφελντμπρουκ, όπου οι τρομοκράτες είχαν συμφωνήσει να μεταφερθούν μαζί με τους ομήρους. Το σχέδιο ήταν να μεταφερθούν με ελικόπτερα οι όμηροι και οι τρομοκράτες στο αεροδρόμιο, όπου τους περίμενε ένα τζετ της Lufthansa, για να τους πάει όπως ζήτησαν στο Κάιρο μαζί με τους ομήρους. Εκεί υποτίθεται ότι θα απελευθέρωναν τους ισραηλινούς αθλητές.
Οι όμηροι μεταφέρθηκαν με λεωφορείο σε ένα ελικοδρόμιο κοντά στο Ολυμπιακό Χωριό, φτάνοντας στη συνέχεια με ελικόπτερα στο αεροδρόμιο Φέρστενφελντμπρουκ. Οι επικεφαλής των τρομοκρατών κινήθηκαν προς το αεροπλάνο και κατάλαβαν ότι ήταν παγίδα. Μέσα στο γενικότερο χάος, ξέσπασαν πυροβολισμοί εκατέρωθεν με τους Παλαιστίνιους να ρίχνουν χειροβομβίδες μέσα στα ελικόπτερα. Το αποτέλεσμα ήταν ο θάνατος των Ισραηλινών ομήρων, ενός Γερμανού αστυνομικού και πέντε εκ των οκτώ τρομοκρατών.
Η επίθεση στην καρδιά των Ολυμπιακών Αγώνων δεν ήταν ένα μεμονωμένο γεγονός, αλλά μια αντανάκλαση των μακροχρόνιων εντάσεων στη Μέση Ανατολή. Ο πόλεμος των Έξι Ημερών το 1967, όπου το Ισραήλ κατάφερε να επιβληθεί έναντι των γειτονικών αραβικών κρατών και να επεκτείνει τα εδάφη του, επιδείνωσε τις ήδη υπάρχουσες εντάσεις. Όλη η κοινωνική και πολιτική διαμάχη, δημιούργησαν εύφορο έδαφος για την άνθηση εξτρεμιστικών οργανώσεων, κάτι που απασχολούσε έντονα την ισραηλινή ηγεσία αλλά ταυτόχρονα έκανε πιο έντονη την αντίδραση από την παλαιστινιακή πλευρά.
Η οργάνωση «Μαύρος Σεπτέμβρης», ένα δημιούργημα του Γιάσερ Αραφάτ, πήρε το όνομά της από τα αιματηρά γεγονότα της Ιορδανίας το 1970, όπου οι παλαιστινιακές ομάδες εκδιώχθηκαν. Είχε ως βασικό στόχο την αναγνώριση του παλαιστινιακού ζητήματος μέσα από εξτρεμιστικές και βίαιες μεθόδους. Η σφαγή των ισραηλινών αθλητών αποτέλεσε ένα σοκ για την παγκόσμια κοινότητα και ειδικότερα για το Ισραήλ. Παρ’ όλα αυτά, οι επιπτώσεις της επίθεσης δεν ήταν μόνο συναισθηματικές ή πολιτικές, αλλά είχαν και βαθιές επιπτώσεις στη διεθνή ασφάλεια. Η τρομοκρατία είχε φτάσει πλέον σε μία νέα διάσταση, με την επίθεση να πραγματοποιείται σε έναν χώρο που αποτελούσε σύμβολο ειρήνης. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες, που αντιπροσώπευαν τον υγιή συναγωνισμό των εθνών, μετατράπηκαν σε πεδίο διεθνούς βίας.
Τα μεσάνυχτα της εφιαλτικής μέρας ο Σβι Ζαμίρ, διοικητής της Μοσάντ, βρισκόταν σε μια ιδιαίτερα αγωνιώδη θέση. Είχε μεταβεί στη Γερμανία, προκειμένου να παρακολουθήσει τις δραματικές εξελίξεις. Ο ίδιος πίεσε τις γερμανικές Αρχές να συμμετάσχει στην επιχείρηση διάσωσης αλλά οι Γερμανπό αρνήθηκαν προτιμώντας να αναλάβουν αποκλειστικά την κατάσταση. Έτσι παρέμεινε καθηλωμένος σε ένα διοικητικό κτήριο κοντά στο αεροδρόμιο, παρακολουθώντας την φρίκη που υπέστησαν οι συμπατριώτες του.
Στην αρχή κυκλοφόρησε η πληροφορία ότι η επιχείρηση είχε επιτυχία και οι αθλητές είχαν διασωθεί, κάτι που έφερε αρχικά ανακούφιση κυρίως στην ισραηλινή ηγεσία. Σε αυτή την ψευδή εικόνα συνηγόρησαν τα γερμανικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης με αναφορές τους σχετικά με θετική κατάληξη της υπόθεσης. Όταν ο Ζαμίρ επέστρεψε στο Ολυμπιακό Χωριό, τηλεφώνησε στην πρωθυπουργό Γκόλντα Μέιρ, την ενημέρωσε με βεβαιότητα πως ήταν όλοι νεκροί. Η φράση «Τους είδα. Κανένας δεν επέζησε», καταγεγραμμένη στα απομνημονεύματά του αποτυπώνει τη βαθιά του απογοήτευση. Έτσι, η ευφορία του εορτασμού για την απελευθέρωση μετατράπηκε σε βαθιά θλίψη για όλους στο Ισραήλ.
Η εκδίκηση
Μετά τη σφαγή, η αντίδραση του Ισραήλ ήταν άμεση και αποφασιστική. Η Γκόλντα Μέιρ, βαθιά συντετριμμένη από την τραγωδία, έδωσε εντολή για άμεση καταδίωξη και εξόντωση όσων ήταν υπεύθυνοι για την τρομοκρατική επιχείρηση. Όπως είχε δηλώσει χαρακτηριστικά επιθυμούσε «οι δράστες από κυνηγοί να γίνουν οι κυνηγημένοι». Το κράτος του Ισραήλ δεν μπορούσε να ανεχτεί μια τέτοια επίθεση εναντίον των πολιτών του, και αποφάσισε να απαντήσει με μια σειρά επιχειρήσεων στο εξωτερικό που έμειναν γνωστές ως «Οργή του Θεού» (Operation Wrath of God). Η Μοσάντ ανέλαβε να φέρει εις πέρας την αποστολή αυτή. Η αποστολή δεν ήταν απλώς η εξόντωση όσων είχαν ανάμιξη στη σφαγή, αλλά κυρίως η διάδοση του μηνύματος ότι κανένας δεν θα μπορούσε να διαπράξει τέτοιες πράξεις χωρίς να πληρώσει το τίμημα. Η επιχείρηση ξεκίνησε αμέσως και διήρκησε πολλά χρόνια, καθώς οι ισραηλινές αρχές εντόπιζαν και εξολόθρευαν τους υπευθύνους σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής.
Αποτελεί γεγονός, ότι η τότε Ισραηλινή πρωθυπουργός δεν δίστασε ποτέ να εγκρίνει μία προληπτική ή και ανταποδοτική επίθεση ενάντια σε τρομοκρατικούς στόχους σε αραβικό έδαφος. Ήταν όμως κάθετα αντίθετη με τέτοιου είδους επιθέσεις του Ισραήλ σε φιλικά κράτη, κυρίως στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Ο μόνος περιορισμός που έθετε πλέον ήταν να μην βλάψουν άτομα που δεν εμπλέκονταν. Έτσι, ο υπουργός Άμυνας Μοσέ Νταγιάν και άλλοι δύο υπουργοί που εμπλέκονταν σε θέματα ασφαλείας, δημιούργησαν την λεγόμενη Επιτροπή X, η οποία θα αποφάσιζε βάσει συστάσεων της Μοσάντ, ποιοι θα έπρεπε να μπουν στο στόχαστρο. Παράλληλα δημιουργήθηκε ειδικός πυρήνας στη Μοσάντ, η Κιντόν που θα αναλάμβανε την προετοιμασία και εκτέλεση στοχευμένων δολοφονιών, με επικεφαλής των Μάικ Χαράρι έναν από τους ιδρυτές της Μοσάντ.
Ο κατάλογος
Ο Ουαέλ Ζουαίτερ, εκπρόσωπος της PLO στην Ιταλία υπήρξε το πρώτο θύμα της εκστρατείας στοχευμένων δολοφονιών. Στις 16 Οκτωβρίου 1972, πυροβολήθηκε 11 φορές, όσοι και οι νεκροί αθλητές, στην είσοδο της πολυκατοικίας του στη Ρώμη. Αν και κατηγορήθηκε ότι είχε ηγετικό ρόλο στον «Μαύρο Σεπτέμβρη», οι έρευνες αργότερα αμφισβήτησαν τη σύνδεση του με τη σφαγή.
Επόμενος στόχος της Μοσάντ ήταν ο Μαχμούντ Χαμσάρι, εκπρόσωπος της PLO στη Γαλλία. Τα μέλη της Kidon τοποθέτησαν βόμβα στο τηλέφωνο του. Την επόμενη ημέρα αφού έφυγαν από το σπίτι η γυναίκα και το παιδί του Χαμσάρι, τον κάλεσε κάποιος στο τηλέφωνο και μόλις βεβαιώθηκε ότι ήταν αυτός έκανε σήμα στα μέλη της Kidon, που πυροδότησαν την βόμβα τραυματίζοντας το θύμα. Ο Χαμσάρι υπέκυψε στα τραύματά του έναν μήνα αργότερα.
Στις 10 Απριλίου 1973, στελέχη της Kidon σε συνεργασία με Sayeret Matkal (δυνάμεις καταδρομών) υπό την ηγεσία του Εχούντ Μπάρακ, εκτέλεσαν τρείς κορυφαίους ηγέτες της Φατάχ στη Βηρυτό. Αυτοί ήταν οι Αμπού Γιουσέφ αλ Ναζάρ, Καμάλ Αντουάν και Καμάλ Νάσερ. Δεκαπέντε Ισραηλινοί αποβιβάστηκαν με φουσκωτά σκάφη στις ακτές τις Βηρυτού όπου μεταμφιέστηκαν σε γυναίκες χωρίς να κινούν υποψίες. Χωρίστηκαν σε τρείς ομάδες και έφτασαν στα διαμερίσματα των στόχων τους όπου και εγκατέστησαν τους βομβητές, ενεργοποιώντας τους ταυτόχρονα σκοτώνοντας τους Παλαιστίνιους. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι 30 λεπτά μετά την άφιξή τους στην ακτή είχαν επιστρέψει και πάλι στα σκάφη, με την αποστολή να έχει επιτευχθεί.
Η Μοσάντ συνέχισε την επιχείρηση με τη δολοφονία του Χουσείν αλ Μπασίρ, ο οποίος θεωρείτο ο επικεφαλής του «Μαύρου Σεπτέμβρη» στην Κύπρο. Σε μια κινηματογραφική επιχείρηση, οι πράκτορες ενεργοποίησαν για μία ακόμα φορά εξ αποστάσεως βόμβα που είχαν τοποθετήσει κάτω από το κρεβάτι του, καταστρέφοντας ολοσχερώς το δωμάτιό του στο Olympic Hotel στη Λευκωσία. Επιπλέον, ένας συνεργάτης του, ο Ζαιάντ Μουχασί, εντοπίστηκε στην Αθήνα και εκτελέστηκε από μία αντίστοιχη έκρηξη στο δωμάτιό του.
Παρά την αποτελεσματικότητα της Μοσάντ, η επιχείρηση στιγματίστηκε απο μοιραία λάθη. Το πιο χαρακτηριστικό ήταν η τραγική δολοφονία ενός αθώου Μαροκινού σερβιτόρου στη Νορβηγία το 1973. Στόχος αποτελούσε ο Αλί Χασάν Σαλάμε, ο νούμερο ένα καταζητούμενος από την Μοσάντ τότε. Το γεγονός αυτό προκάλεσε διεθνή κατακραυγή, υπονομεύοντας την επιχειρησιακή αξιοπιστία της υπηρεσίας.
Αλί Χασάν Σαλάμε
Ένα στέλεχος της Kidon, με το ψευδώνυμο D, δρώντας μυστικά, με πλαστά έγγραφα, μετακινούταν για χρόνια ανάμεσα στη Δαμασκό και τη Βηρυτό. Είχε εγκατασταθεί στο ξενοδοχείο “Βηρυτός” για να παρακολουθεί τον Σαλάμε, ο οποίος επισκεπτόταν καθημερινά το γυμναστήριο. Η αρχή της επαφής τους έγινε όταν ο Σαλάμε, ένα απόγευμα, προσέγγισε τον Ισραηλινό και, με αφορμή τη γυμναστική, ανέπτυξαν μια φιλική σχέση. Σταδιακά, ο D προσκλήθηκε σε δείπνα, και αναπτύχθηκε μια σχέση εμπιστοσύνης. Παράλληλα, συνέχισε να ενημερώνει τη Μοσάντ για κάθε λεπτομέρεια με τη Μοσάντ να εγκρίνει τελικά την επιχείρηση. Το σχέδιο περιλάμβανε την τοποθέτηση ενός αυτοκινήτου με εκρηκτικά στη διαδρομή που ακολουθούσε ο Σαλάμε. Η επιχείρηση πραγματοποιήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 1979, με την Έρικα Τσέιμπερς, μία πράκτορα της Μοσάντ, να πυροδοτεί τα εκρηκτικά. Η έκρηξη σκότωσε τον Σαλάμε και τους σωματοφύλακές του. Η ΄΄Οργή του Θεού΄΄ συνεχίστηκε έστω και άτυπα μέχρι το 1992, με τον τελευταίο στόχο να είναι ο Ατέφ Μπσεισό. Αν και η επιχείρηση κατάφερε να εξαλείψει αρκετούς από τους υπευθύνους, προκάλεσε έντονες ηθικές συζητήσεις για τη χρήση τέτοιων μεθόδων, την αδιαφάνεια και τα παράπλευρα θύματα.