Ανουάρ Σαντάτ- Ηγέτης ή προδότης;

του Τάσου Μπίρτσιου (Πολιτικού Επιστήμονα ΔΠΘ)

Η δολοφονία του Ανουάρ Σαντάτ αποτελεί ένα ιστορικό γεγονός που συγκεντρώνει όλα εκείνα τα στοιχεία τα οποία καθιστούν μια πολιτική δολοφονία σημείο καμπή στην σύγχρονη ιστορία.  Η 6η Οκτωβρίου 1981 υπήρξε μια συγκλονιστική ημέρα, όχι μόνο για την Αίγυπτο αλλά για ολόκληρη τη Μέση Ανατολή. Ήταν η μέρα που ένας εν ενεργεία πρόεδρος, μπροστά στον στρατό του και σε χιλιάδες θεατές, έπεσε θύμα βίαιης επίθεσης.

Εκείνη την ημέρα, η χώρα γιόρταζε την όγδοη επέτειο του Πολέμου του Γιομ Κιπούρ με μια εντυπωσιακή στρατιωτική παρέλαση. Στην εξέδρα ο Σαντάτ καθόταν στην πολυθρόνα του, περιτριγυρισμένος από σωματοφύλακες και παρακολουθούσε τα στρατιωτικά τμήματα που είχαν προετοιμαστεί με κάθε λεπτομέρεια για την τόσο σημαντική μέρα. Η παρέλαση φαινόταν απόλυτα ασφαλής. Τα όπλα των στρατιωτών ήταν άδεια, τα άρματα χωρίς πυρομαχικά, ενώ τα μέτρα ασφαλείας ήταν άκρως αυστηρά. Ωστόσο, μια ομάδα τεσσάρων στρατιωτών αποφάσισε να ανατρέψει αυτή τη φαινομενική ασφάλεια. Οπλισμένοι επιβιβάστηκαν σε ένα από τα στρατιωτικά φορτηγά και με εντολές του υπολοχαγού Χαλίντ Ισλαμπούλι, έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιό τους.

Καθώς τα μαχητικά Mirage της Πολεμικής Αεροπορίας περνούσαν πάνω από το στάδιο, αποσπώντας την προσοχή του πλήθους, οι συνωμότες εξανάγκασαν τον οδηγό του φορτηγού να σταματήσει ακριβώς μπροστά στην εξέδρα. Ο Ισλαμπούλι αποβιβάστηκε πρώτος και με γρήγορες κινήσεις πλησίασε τον Πρόεδρο. Κάτω από το κράνος του είχε κρύψει τρείς χειροβομβίδες τις οποίες έριξε προς το μέρος του Σαντάτ. Από αυτές, μόνο μία εξεράγη, χωρίς να επιφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ο Σαντάτ, τραυματισμένος, βρισκόταν ακόμα ζωντανός. Η ειρωνεία είναι πως σύμφωνα με μαρτυρίες, ο τότε Πρόεδρος δεν αντιλήφθηκε αμέσως ότι δεχόταν επίθεση. Χαρακτηριστικό είναι ότι όταν είδε τον Ισλαμπούλι να τρέχει προς το μέρος του, σηκώθηκε και τον χαιρέτησε στρατιωτικά, νομίζοντας πως πρόκειται για μέρος της παρέλασης. Αυτή η παρανόηση έμελλε να του στοιχίσει τη ζωή.

Οι υπόλοιποι συνωμότες κατευθύνθηκαν αστραπιαία προς την εξέδρα των επισήμων. Άρχισαν να πυροβολούν προς τον Σαντάτ και τη συνοδεία του, πετυχαίνοντάς τον πέντε φορές στο πρόσωπο και στα πλευρά. Η παρέλαση βυθίστηκε στο χάος, με τις κραυγές των παρευρισκόμενων και τον ήχο των όπλων να δημιουργούν ένα κλίμα τρόμου. Το πιο σοκαριστικό στοιχείο της επίθεσης ήταν η ζωντανή μετάδοση της από την αιγυπτιακή τηλεόραση, κάνοντας όλο τον κόσμο μάρτυρα της φρικτής δολοφονίας. Μέσα σε λίγα λεπτά, ασθενοφόρα και γιατροί έσπευσαν στο σημείο. Ο Σαντάτ μεταφέρθηκε εσπευσμένα με ελικόπτερο σε στρατιωτικό νοσοκομείο στο Κάιρο, όμως οι τραυματισμοί του αποδείχθηκαν θανάσιμοι. Μιάμιση ώρα αργότερα, ο πρόεδρος άφησε την τελευταία του πνοή. Η επίθεση άφησε πίσω της 12 νεκρούς, ανάμεσα τους και τον ίδιο, ενώ άλλοι 29 τραυματίστηκαν.

Οι δράστες

Η ομάδα των δραστών περιελάμβανε έναν μόνιμο υπολοχαγό του αιγυπτιακού στρατού, δύο απόστρατους αξιωματικούς και έναν βιβλιοπώλη. Η συνωμοσία κατά του Προέδρου είχε οργανωθεί από τη φονταμενταλιστική ομάδα «Ισλαμική Τζιχάντ», που συνδεόταν με το εξτρεμιστικό κίνημα Τακφίρ βαλ – Εγίρα. Στο σχέδιο συμμετείχαν συνολικά 20 άτομα, τα οποία δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Στις 10 Οκτωβρίου, ο Σαντάτ ενταφιάστηκε με τιμές στο σημείο της δολοφονίας του, δίπλα στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Η τελετή επισκιάστηκε από τη περιορισμένη συμμετοχή ηγετών του αραβικού κόσμου. Μόνο ο Πρόεδρος της Σομαλίας, Σιάντ Μπαρέ, ο Σουδανός ηγέτης Τζααφάρ Νιμειρί και ο έκπτωτος Σάχης της Περσίας, Ρεζά Παχλαβί, παρευρέθηκαν.

Η δολοφονία έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από μεγάλο μέρος κυβερνήσεων και κοινωνιών στον ισλαμικό κόσμο, που τον θεωρούσαν προδότη. Ιδιαίτερο παράδειγμα αποτελεί η κρατική εφημερίδα της Συρίας, Tishreen, η οποία αποκάλεσε τον Σαντάτ «απόλυτο προδότη», ενώ το Ιράν, υπό την ηγεσία του Αγιατολάχ Χομεινί, τίμησε τον δολοφόνο, δίνοντάς του το όνομά του σε έναν δρόμο στην Τεχεράνη.

Η Συνθήκη Ειρήνης

Ηγετική και αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, ο άλλοτε αιγύπτιος Πρόεδρος, είχε προκαλέσει έντονες αντιδράσεις λόγω της Συνθήκης Ειρήνης με το Ισραήλ το 1978, που του απέφερε το Νόμπελ Ειρήνης, αλλά ταυτόχρονα και την αποξένωση από τον αραβικό κόσμο. Η ειρήνη με το Ισραήλ αντιμετωπίστηκε ως ιστορική πρωτοβουλία από τη Δύση, όμως στο εσωτερικό και στον ευρύτερο αραβικό κόσμο χαρακτηρίστηκε προδοσία των παλαιστινιακών δικαιωμάτων και των αραβικών συμφερόντων. Η απομόνωση της Αιγύπτου από τον αραβικό της περίγυρο υπήρξε άμεση συνέπεια, ενώ οι εσωτερικές αντιδράσεις διογκώθηκαν. Εθνικιστές, ισλαμιστές και φιλοσοβιετικοί κύκλοι εναντιώθηκαν στις πολιτικές του, κατηγορώντας τον για υποταγή στα δυτικά συμφέροντα.

Παράλληλα, οι προσπάθειες του για οικονομικό φιλελευθερισμό, γνωστές ως “infitah”, δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Αντίθετα, διεύρυναν τις κοινωνικές ανισότητες, προκαλώντας απογοήτευση στα λαϊκά στρώματα. Η αποτυχία εφαρμογής ουσιαστικών εκδημοκρατικών μεταρρυθμίσεων, σε συνδυασμό με τον αυξανόμενο αυταρχισμό της κυβέρνησης, έθρεψαν περαιτέρω δυσαρέσκεια. Ο Σαντάτ, παρά τη φιλοδυτική του πολιτική, είχε επιχειρήσει να ενισχύσει τη θέση του με την ενσωμάτωση ισλαμικών στοιχείων στη διακυβέρνηση, όπως η θέσπιση του ισλαμικού νόμου. Παρ’ όλ’ αυτά, οι κινήσεις αυτές δεν πέτυχαν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των ισλαμιστών, ειδικά των ριζοσπαστικών οργανώσεων. 

Η στυγερή δολοφονία αποτέλεσε σημείο καμπής για την Αίγυπτο. Η χώρα βυθίστηκε σε περίοδο πολιτικής αβεβαιότητας, αλλά οι ένοπλες δυνάμεις διατήρησαν την τάξη με τον Χόσνι Μουμπάρακ να διαδέχεται τον δολοφονημένο Σαντάτ.