Το Βαθύ Λαρύγγι…από την Ντιμόνα (α’ μέρος)
γράφει το Μαύρο Πρόβατο
O Moρντεχάι Βανουνού ήταν τεχνικός στον πυρηνικό αντιδραστήρα της Ντίμονα, την πιο μυστική και ασφαλή εγκατάσταση στο Ισραήλ. Όποιος έκανε αίτηση εργασίας στις πυρηνικές εγκαταστάσεις έπρεπε να περάσει από μια μακρά, αυστηρή διαδικασία συμπλήρωσης εντύπων, υποβολής ερώτησεων και ελέγχους του ιστορικού του (ποινικό μητρώο κλπ) από τη Shabak, την Υπηρεσία Εσωτερικής Ασφάλειας. Η εντατική παρακολούθηση από τις Υπηρεσίες Ασφαλείας συνεχίζονταν καθ’ όλη τη διάρκεια της απασχόλησης κάποιου στη Ντίμονα.
Ο Βανουνού, αφού είδε μια αγγελία σε μια καθημερινή εφημερίδα έκανε αίτηση εργασίας στην κοντινή πόλη Beersheba και υποβλήθηκε σε μια ενδελεχή έρευνα ασφαλείας από την Shabak. Το παράδοξο ήταν ότι προσελήφθη αν και ήταν αριστερός ενώ οι φίλοι του ήταν Άραβες, μέλη του Κομμουνιστικού (αντισιωνιστικού) Κόμματος Ράκα. Ο Βανουνού συμμετείχε σε διαδηλώσεις μαζί τους, φωτογραφήθηκε όντας παρών σε φιλοπαλαιστινιακές συγκεντρώσεις, έκανε ομιλίες και έδινε συνεντεύξεις στα μέσα ενημέρωσης. Στο Πανεπιστήμιο Ben-Gurion, όπου ήταν εγγεγραμμένος ως φοιτητής, ήταν γνωστός για τις ακραίες του απόψεις.
Όμως ο Βανουνού δεν ήταν πάντα αριστερών και φιλο-παλαιστινιακών πεποιθήσεων. Πριν γίνει υποστηρικτής της Ράκα, ήταν δεξιός εξτρεμιστής και θαυμαστής του ρατσιστή ραβίνου Kahane. Αργότερα υποστήριξε το ακροδεξιό κόμμα Hatechiya (Αναγέννηση) και ψήφισε υπέρ του Λικούντ. Ισχυρίστηκε ότι ο αμφιλεγόμενος πόλεμος του Λιβάνου το 1982 τον έκανε να αλλάξει τις πολιτικές του απόψεις.
Ως Εβραίος με μαροκινή καταγωγή πίστευε ακράδαντα ότι υφίστατο διακρίσεις λόγω της καταπίεσης των Εσκενάζι Εβραίων επί των Σεφαραδιτών. Αυτή η πεποίθησή του ενισχύθηκε όταν απέτυχε στις εξετάσεις εισαγωγής για την Ακαδημία της Πολεμικής Αεροπορίας και τοποθετήθηκε στο Σώμα Μηχανικών. Μετά την απόλυσή του από τον Ισραηλινό Στρατό (IDF), ξεκίνησε σπουδές μηχανικής στο Τελ Αβίβ ενώ σύντομα μετακόμισε στη πόλη Beersheba, όπου άρχισε να σπουδάζει οικονομικά. Στη συνέχεια ακολούθησε σπουδές στη φιλοσοφία, έγινε χορτοφάγος και μετά βίγκαν.
Ο Βανουνού καυχιόταν ότι δεν έπρεπε να δουλέψει αλλά χρειαζόταν απλώς να επενδύσει έξυπνα στο χρηματιστήριο. Οδηγούσε ένα κόκκινο Audi, έβγαλε κάποια χρήματα ως γυμνό μοντέλο και, σε ένα φοιτητικό πάρτι, κατέβασε τα σώβρακα του για να κερδίσει ένα βραβείο. Μπορεί ο τρόπος της ζωής του να ήταν ένα προσωπικό ζήτημα, αλλά η πολιτική του δραστηριότητα ως υποστηρικτής της Ράκα και ως υποστηρικτής των Παλαιστινίων, θα έπρεπε να σημάνει συναγερμό στις Υπηρεσίες Ασφάλειας. Αντίθετα, όταν κλήθηκε σε συνάντηση με αξιωματούχους της Shabak, αυτοί του είπαν να σταματήσει αυτές τις δραστηριότητες και του ζήτησαν να υπογράψει ένα έγγραφο που να αναφέρει ότι είχε προειδοποιηθεί. Ο Βανουνού ούτε υπέγραψε αλλά ούτε και σταμάτησε.
Η Shabak περιέγραψε τις δραστηριότητες του Βανουνού σε μια συνήθη αναφορά προς τον Διευθυντή ασφαλείας του Υπουργείου Άμυνας. Ο Διευθυντής μετέφερε την αναφορά του στον Διευθυντή ασφαλείας του πυρηνικού αντιδραστήρα στη Ντιμόνα, ο οποίος την κατέθεσε σε έναν από τους φακέλους του και αυτό ήταν. Δεν έγινε καμία ενέργεια και δεν ξεκίνησε καμία παρακολούθηση του Βανουνού.
Ο Βανουνού συνέχισε τις πολιτικές του δραστηριότητες και δεν ενοχλήθηκε πια από τη Shabak. Ήταν «χειριστής» στο Ινστιτούτο 2, το πιο μυστικό τμήμα στο συγκρότημα της Ντιμόνα. Από τους 2.700 υπαλλήλους της Ντιμόνα, μόνο 150 μπορούσαν να έχουν πρόσβαση στη συγκεκριμένη ζώνη. Το ινστιτούτο ήταν ένα μικρό διώροφο κτίριο που θα μπορούσε να μοιάζει με μια εγκατάσταση αποθήκευσης. Στην ταράτσα του κτηρίου υπήρχε μια καμπίνα ανελκυστήρα που κατέβαινε τους έξι υπόγειους ορόφους.

Το Κέντρο Πυρηνικών Ερευνών (Ντιμόνα)
Στον πρώτο υπόγειο όροφο υπήρχαν σωλήνες και βαλβίδες. Στο δεύτερο όροφο, το κεντρικό δωμάτιο ελέγχου και ένα είδος βεράντας, που ονομάζεται “Μπαλκόνι της Γκόλντα”. Στον τρίτο υπόγειο όροφο, οι τεχνικοί δούλεψαν τις ράβδους ουρανίου. Στο επίπεδο τέσσερα βρισκόταν ένας μεγάλος υπόγειος χώρος, με ύψος τριών ορόφων για το εργοστάσιο παραγωγής και την εγκατάσταση διαχωρισμού, όπου το πλουτώνιο που παρήχθη στον αντιδραστήρα αφαιρούνταν από τις ράβδους ουρανίου. Στον πέμπτο όροφο στεγαζόταν το τμήμα μεταλλουργίας και το εργαστήριο όπου παράγονταν τα εξαρτήματα των βομβών ενώ στον έκτο υπόγειο όροφο, φορτώνονταν χημικά απόβλητα σε ειδικά δοχεία.
Μια μέρα, ο Βανουνού πήρε μαζί του μια φωτογραφική κάμερα στο Ινστιτούτο 2. Την έβαλε στην τσάντα του, κολλημένη ανάμεσα στα βιβλία από το Πανεπιστήμιο Μπεν-Γκουριόν. Κανείς δεν έλεγξε την τσάντα του και κανείς δεν έκανε ερωτήσεις. Κατά τη διάρκεια του μεσημεριανού και βραδινού διαλείμματος, όταν κανείς δεν ήταν στο κτίριο, ο Βανουνού περιπλανιόταν στους υπόγειους ορόφους. Κανείς δεν τον είδε και κανείς δεν τον υποψιάστηκε. Φωτογράφησε τα εργαστήρια, τον εξοπλισμό και τις αίθουσες.
Στα τέλη του 1985, ο Βανούνου απολύθηκε μετά από εννέα χρόνια στη Ντιμόνα. Η απόλυσή του δεν συνδέθηκε με τις πολιτικές του δραστηριότητες, αλλά ήταν μέρος των λειτουργικών περικοπών. Έλαβε αποζημίωση και μισθούς οκτώ μηνών ως «επιχορήγηση προσαρμογής». Ωστόσο, ήταν θυμωμένος και απογοητευμένος και αποφάσισε να πάει στο εξωτερικό για ένα μακρύ ταξίδι. Πούλησε το διαμέρισμά του και το αυτοκίνητό του και άδειασε τους τραπεζικούς του λογαριασμούς.
Ο τριανταενάχρονος Βανουνού πήρε το σακίδιό του και ξεκίνησε το ταξίδι του. Στην τσάντα του κουβαλούσε και τις δύο ταινίες που είχε γυρίσει στη Ντιμόνα. Πρώτος σταθμός του ήταν η Ελλάδα, μετά η Ρωσία, η Ταϊλάνδη και το Νεπάλ. Στο Κατμαντού συνάντησε μια Ισραηλινή κοπέλα και την φλέρταρε. Παρουσιάστηκε ως «Μόρντι» και παραδέχτηκε ανοιχτά ότι ήταν αριστερός ειρηνιστής και ίσως δεν θα επέστρεφε στο Ισραήλ.
Μετά το Κατμαντού, ο Βανουνού ταξίδεψε στην Άπω Ανατολή και τελικά προσγειώθηκε στην Αυστραλία. Για μερικούς μήνες, δούλευε σε περίεργες δουλειές στο Σίδνεϊ. Ένα βράδυ, βρέθηκε μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, μπήκε μέσα και συνάντησε τον Αγγλικανό ιερέα John McKnight. Ο ιερέας κατάλαβε αμέσως ότι ο Βανουνού έψαχνε για σπίτι και οικογένεια και μετά από πολλές συζητήσεις, στις 17 Αυγούστου 1986 ο Βανουνού βαφτίστηκε Χριστιανός και διάλεξε ένα νέο όνομα: Τζον Κρόσμαν.
Κατά τη διάρκεια μιας κοινωνικής εκδήλωσης στην εκκλησία, ο Βανουνού μίλησε στους νέους του φίλους για τη δουλειά του στο Ισραήλ, περιέγραψε τον αντιδραστήρα Dimona και προσφέρθηκε να κάνει μια παρουσίαση με τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει. Αυτοί τον κοίταξαν αδιάφορα καθώς δεν είχαν ιδέα για τι μιλούσε. Αλλά υπήρχε ένας άντρας στο ακροατήριό που κίνησε το ενδιαφέρον: Ο Όσκαρ Γκερέρο, ένας Κολομβιανός περιστασιακός δημοσιογράφος που συνειδητοποίησε την αξία των φωτογραφιών και πυροδότησε τη φαντασία του Βανουνού με υποσχέσεις για τύχη και δόξα.